λελιημένος

λελιημένος
λελιημένος
Grammatical information: adj.
Meaning: `longing for' (Il., Emp., A. R.), late finite formen λελίη-το (A. R.), -σαι (Theoc., Orph.) .
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Isolated perfectformation (cf. Wackernagel Syntax 1, 169 and Schwyzer 770), of old connected with λιλαίομαι, with λε-λιη-μένος as analogical after τε-τιη-μένος (Pedersen Litteris [Lund 1928] 5, 115 A. 1); other analysis by Meillet BSL 27, 230f. (s. W.-Hofmann s. lascīvus). - After Bechtel Lex. s. v. however to λῆν `will', with Solmsen KZ 44, 171 who also connects λιλαίομαι. Unconvincing, unclear.
Page in Frisk: 2,103-104

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λελιημένος — λελίημαι strive eagerly perf part mp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελίημαι — (Α) (μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λελιημένος, η, ον α) πρόθυμος β) (για τον αέρα) ορμητικός («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λε λιη μένος είναι μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το τε τιη μένος και… …   Dictionary of Greek

  • λιλαίομαι — (Α) 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ. β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.) 2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *las «θρασύς, λαίμαργος …   Dictionary of Greek

  • λιρός — λιρός, ά, όν (Α) 1. θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ παρὰ τὸ δέον πολυλόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλιότερη άποψη, η λ. συνδέθηκε με το λίαν, ενώ κατά τους νεώτερους με τα λαιμός ή λιμός. Τέλος, συνδέθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”